- φραγκικός
- -ή, -ό / φραγκικός, -ή, -όν, ΝΜ, και φράγκικος, -η, -ο, Ν [Φράγκος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φράγκους (α. «η οργάνωση τού φραγκικού κράτους» β. «τοὺς κεφαλάδες κι ἀρχηγοὺς τοῡ Φράγκικου φουσσάτου», Χρον. Μoρ.)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κατοίκους τής δυτικής Ευρώπης («φράγκικα φερσίματα»)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία («φράγκικη εκκλησιά»)3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) φράγκικαόπως ταιριάζει σε Φράγκο, σε Δυτικοευρωπαίο.
Dictionary of Greek. 2013.